- κατατρώγει
- κατατρώγωeat uppres ind mp 2nd sgκατατρώγωeat uppres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθηρόβρωτος — ἀθηρόβρωτος, ον (Α) 1. αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει τα γένια τού σταχυού 2. φρ. «ἀθηρόβρωτον ὄργανον», λιχνιστήρι (πρβλ. ἀθηρηλοιγός). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθὴρ* + βρωτὸς < βιβρώσκω (= κατατρώγω)] … Dictionary of Greek
ανθονόμος — Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Στην Ευρώπη ζουν περίπου 30 είδη. Το μήκος του σώματός τους είναι 5 7,5 χιλιοστά και το χρώμα τους κυμαίνεται από ανοιχτό έως σκούρο καφέ. Τα κυριότερα από τα είδη είναι τα ακόλουθα:… … Dictionary of Greek
βρωτήρ — βρωτήρ, ο (Α) [βιβρώσκω] εκείνος που κατατρώγει ή αφανίζει … Dictionary of Greek
δάκος — Δίπτερο έντομο της οικογένειας των μυιιδών. Μοιάζει με την κοινή μύγα και αποτελεί τον πιο καταστρεπτικό και δυσεξόντωτο εχθρό της ελιάς. Ζει και πολλαπλασιάζεται κυρίως στις παραθαλάσσιες χώρες της Μεσογείου, κατά μήκος της ζώνης της ελιάς. Έχει … Dictionary of Greek
δημοβόρος — δημοβόρος, ον (Α) αυτός που κατατρώγει ή σφετερίζεται όσα ανήκουν στον δήμο («δημοβόρε βασιλεῡ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + βορος < βορά] … Dictionary of Greek
διάβορος — διάβορος, ον (Α) 1. ενεργ. αυτός που κατατρώγει 2. παθ. αυτός που έχει φθαρεί, που έχει υποστεί φθορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δια + βορος < βορά*] … Dictionary of Greek
ερέπτομαι — ἐρέπτομαι (AM) (αποθ.) 1. τρώγω 2. (με σκωπτική σημ. στον Αριστοφ.) καταβροχθίζω, κατατρώγω («φασὶ μέν γάρ αὐτὸν ἐρεπτόμενον τὰ τῶν ἐχόντων ἀνέρων» λέγουν ότι αυτός κατατρώγει τα φαγητά τών ευπορούντων, Αριστοφ.) 3. (σπάν. το ενεργ.) ἐρέπτω α)… … Dictionary of Greek
θυλακοτρώξ — θυλακοτρώξ, ῶγος, ὁ (Α) 1. αυτός που κατατρώγει θυλάκους, σακούλια 2. (κατά τον Ησύχ.) «μῡς οἱ δὲ ἀκρίς» ο ποντικός, κατ άλλους η ακρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + τρώξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο τρώξ, φυλλο τρώξ] … Dictionary of Greek
θως — ο, η (Α θώς, γεν. θωός, ὁ, ἡ) νεοελλ. ζωολ. θηλαστικό σαρκοφάγο τής οικογένειας τών κυνιδών, τσακάλι αρχ. 1. θηλαστικό σαρκοφάγο ζώο, πιθ. το τσακάλι 2. κυνηγετικό σκυλί (Οππ.) 3. πάνθηρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται συγγένεια του με το… … Dictionary of Greek
καρδιοφάγος — καρδιοφάγος, ον (Μ) αυτός που κατατρώγει την καρδιά … Dictionary of Greek